- κλυτόφημος
- κλυτόφημος, -ον (Α)ένδοξος, ξακουστός.[ΕΤΥΜΟΛ. < κλυτός + -φημος (< φήμη), πρβλ. εναντιό-φημος, ματαιό-φημος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κλυτόφημος — illustrious by fame masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)